αναποδιά

αναποδιά
η
1) неудача; невезение;

τί αναποδιά! — какая неприятность!;

2) плохое предзнаменование, плохая примета;
3) строптивость; непокладистость;

όλο αναποδιά και γκρίνια είναι — он всегда противоречит и брюзжит;

4) помеха, загвоздка;

ήρθε μιά αναποδιά και πάει να χαλάσει η δουλιά — появилось неожиданное препятствие, и дело может сорваться;

5) проступок, предосудительный поступок;

έκανε μιά αναποδιά και μπορεί να τον απολύσουν — он провинился, и его могут уволить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναποδιά" в других словарях:

  • αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… …   Dictionary of Greek

  • αναποδιά — η 1. εναντιότητα, δυσκολία, κακοτυχία: Συνάντησε ως τώρα πολλές αναποδιές. 2. δυστροπία, παραξενιά: Κανένας άλλος δε θα ανεχόταν τις αναποδιές του αυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεξιοσύνη — η (Μ ἀδεξιοσύνη) [ἀδέξιος] νεοελλ. η αδεξιότητα* μσν. ατύχημα, αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανάφαλο — το αναποδιά, αντιξοότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + (αμάρτυρο ουσ.) φάλλο < ιταλ. fallo] …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάρης — α, ικο [αναποδιά] 1. δύστροπος, κακότροπος, παράξενος 2. ανίκανος, αδέξιος …   Dictionary of Greek

  • ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] …   Dictionary of Greek

  • ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… …   Dictionary of Greek

  • αντιξοότητα — η το να είναι κάτι αντίξοο, η δυσκολία, η αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • γκίνια — η αναποδιά, ατυχία στο χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guigne] …   Dictionary of Greek

  • εξανάστροφος — και ξανάστροφος, η, ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, η, ο) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος 2. αναποδογυρισμένος 3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφον το αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα 1. (για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»