αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… … Dictionary of Greek
αναποδιά — η 1. εναντιότητα, δυσκολία, κακοτυχία: Συνάντησε ως τώρα πολλές αναποδιές. 2. δυστροπία, παραξενιά: Κανένας άλλος δε θα ανεχόταν τις αναποδιές του αυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδεξιοσύνη — η (Μ ἀδεξιοσύνη) [ἀδέξιος] νεοελλ. η αδεξιότητα* μσν. ατύχημα, αναποδιά … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
ανάφαλο — το αναποδιά, αντιξοότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + (αμάρτυρο ουσ.) φάλλο < ιταλ. fallo] … Dictionary of Greek
αναποδιάρης — α, ικο [αναποδιά] 1. δύστροπος, κακότροπος, παράξενος 2. ανίκανος, αδέξιος … Dictionary of Greek
ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] … Dictionary of Greek
ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… … Dictionary of Greek
αντιξοότητα — η το να είναι κάτι αντίξοο, η δυσκολία, η αναποδιά … Dictionary of Greek
γκίνια — η αναποδιά, ατυχία στο χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guigne] … Dictionary of Greek
εξανάστροφος — και ξανάστροφος, η, ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, η, ο) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος 2. αναποδογυρισμένος 3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφον το αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα 1. (για… … Dictionary of Greek